- αλφαδιάζω
- araser
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αλφαδιάζω — αλφαδιάζω, αλφάδιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλφαδιάζω — 1. καθορίζω ή ελέγχω με το αλφάδι την οριζοντιότητα μιας επιφάνειας, οριζοντιώνω 2. φέρνω στην ίδια γραμμή, στην ίδια ευθεία, τα μέρη μιας ορισμένης επιφάνειας ή τις κορυφές και τις επιφάνειες διαφόρων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλφάδι. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
αλφαδιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος, ελέγχω με το αλφάδι την οριζοντιότητα ή το κατακόρυφο μιας επιφάνειας: Για να μαι σίγουρος το αλφάδιασα και δεύτερη φορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλφάδι — το (Μ ἀλφάδιον) γενική ονομασία οργάνων με τα οποία ελέγχουμε την οριζοντιότητα μιας επίπεδης επιφάνειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφα + υποκορ. κατάλ. άδι* η ονομασία τού οργάνου οφείλεται στο σχήμα του. ΠΑΡ. νεοελλ. αλφαδάκι, αλφαδιά, αλφαδιάζω] … Dictionary of Greek
αλφάδιασμα — το [αλφαδιάζω] ο καθορισμός μιας οριζόντιας θέσης μιας επιφάνειας με το αλφάδι … Dictionary of Greek
αλφαδιαστής — ο [αλφαδιάζω] αυτός που αλφαδιάζει, που κανονίζει με το αλφάδι την οριζοντιότητα μιας επιφάνειας … Dictionary of Greek
σταθμίζω — στάθμισα, σταθμίστηκα, σταθμισμένος 1. ζυγίζω. 2. αλφαδιάζω, καθορίζω την κατακόρυφη ή οριζόντια διεύθυνση με το νήμα της στάθμης. 3. μτφ., υπολογίζω με ακρίβεια, αναμετρώ: Ενέργησε χωρίς να σταθμίσει τις συνέπειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταφνίζω — στάφνισα, αλφαδιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)